σκωπτικότητα

σκωπτικότητα
η, Ν
σκωπτική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωπτικός. Η λ., στον λόγιο τ. σκωπτικότης, μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Χρυσαλλίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”